δικτατορικός

δικτατορικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δικτάτορα
2. αυταρχικός, αυθαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωνν. Σάθα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικτατορικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με το δικτάτορα ή τη δικτατορία, ο απολυταρχικός: Έχει δικτατορική συμπεριφορά μέσα στο σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζορμπαλίδικος — η, ο αυθαίρετος, βίαιος, σατραπικός, δεσποτικός, δικτατορικός …   Dictionary of Greek

  • φασιστικός — ή, ό, Ν [φασίστας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φασισμό ή στον φασίστα 2. (κατ επέκτ.) ολοκληρωτικός, δικτατορικός, δεσποτικός …   Dictionary of Greek

  • Βούλγαρης, Δημήτριος — (Ύδρα 1801 – Αθήνα 1877). Πολιτικός, πρωθυπουργός της Ελλάδας. Επιβλητική πολιτική φυσιογνωμία του 19ου αι., ο Β. κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας κυρίως στην εικοσαετία πριν από την άνοδο του Χαριλάου Τρικούπη (1855 75). Ορφανός από… …   Dictionary of Greek

  • φασιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φασισμό ή το φασίστα (βλ. λ.): Φασιστικές οργανώσεις. 2. απολυταρχικός, δικτατορικός, δεσποτικός, που επιβάλλεται με τη βία: Η φασιστική διακυβέρνηση του Γ. Παπαδόπουλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”